- πολυθαρσής
- πολυ-θαρσής, ές (θάρσος): bold, intrepid.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολυθαρσής — ές, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.) 2. θαρραλέος, γενναίος 3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαρσής (< θάρσος,… … Dictionary of Greek
πολυθαρσές — πολυθαρσής much confident masc/fem voc sg πολυθαρσής much confident neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθαρσέος — πολυθαρσής much confident masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek